απομάκτης — ἀπομάκτης, ο (θηλ. μάκτρια, η) (Α) αυτός που απομάσσει, που καθαρίζει κάτι … Dictionary of Greek
ἀπομάκται — ἀπομάκτης one who wipes masc nom/voc pl ἀπομάκτᾱͅ , ἀπομάκτης one who wipes masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)